- Νουμέριος
- Νουμέριοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νουμέριος — νουμέριος, ον (Μ) [νούμερος] αυτός που ανήκει στο στρατιωτικό τάγμα τών νουμέρων … Dictionary of Greek
Νουμεριανός, Μάρκος Αυρήλιος Νουμέριος — (Marcus Aurelius Numerious Numerianus, ; – 284 αι. μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (283 284), γιος και συμβασιλιάς του Κάρου. Πολέμησε εναντίον των Περσών μαζί με τον πατέρα του, μετά τον θάνατο του οποίου συνέχισε μόνος του τον πόλεμο για λίγο… … Dictionary of Greek
Νουμερίοις — Νουμέριος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νουμερίου — Νουμέριος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νουμερίῳ — Νουμέριος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νουμέριον — Νουμέριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)